καταπροδίδω

καταπροδίδω
και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α καταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπροδίδω — και καταπροδίνω καταπρόδωσα, καταπροδόθηκα, καταπροδομένος, κάνω φανερή προδοσία, προδίνω, εγκαταλείπω κάποιον στην τύχη του: Καταπρόδωσε την πατρίδα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… …   Dictionary of Greek

  • καταπροΐεμαι — (AM) 1. απορρίπτω εντελώς, αποβάλλω περιφρονητικά, εγκαταλείπω 2. καταπροδίδω («καταπροέσθαι καταπροδοῡναι», Μέγ. Ετυμολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προΐεμαι «απορρίπτω, προδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • καταπροδίδωμι — (Α) βλ. καταπροδίδω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”